- εύπεπλος
- εὔπεπλος, -ον και επικ. τ. ἐΰπεπλος, -ον (Α)1. (για γυναίκες)1. αυτή που έχει ωραίο πέπλο2. (κατ' επέκταση)ο ωραία ντυμένος, αυτός που έχει ωραία εμφάνιση2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔπεπλοντο δαφνοειδές, μικρός θάμνος με εύοσμα άνθη που χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέπλος].
Dictionary of Greek. 2013.